FAQs About the word inveigler

δελεάζω

One who inveigles.

Δωροδότης,επαγωγέας,πειστικός,δελεαστικός,γόης,Διεφθαρμένος,αποτιμητής,άσωτος,υποβαθμιστής,διαφθορέας

No antonyms found.

inveiglement => Πειρασμός, inveigled => παρέσυρε, inveigle => δελεάζω, inveighing => επιτιθέμενος, inveigher => κατήγορος,