Greek Meaning of inveigled
παρέσυρε
Other Greek words related to παρέσυρε
- Γοητευμένος
- δελεαστικός
- δέλεασε
- πεπεισμένος
- ελκυστικό
- δόλωμα
- προδομένος/η
- παραπλανημένος
- σκίτσαρε
- μπλεγμένος
- Παγιδευμένος
- παγιδευμένος
- οδήγησε
- παγιδευμένος (σε)
- παγιδευμένος
- χιονισμένος
- ζητούμενος
- δελεασčený
- παγιδευμένος
- μαγεμένος
- αιχμάλωτος
- πιάστηκε
- γοητευμένος
- γοητευμένος
- γοητευμένος
- μπλεγμένος
- μαγνητισμένος
- δικτυωμένο
- μπερδεμένος
- άγριος
Nearest Words of inveigled
Definitions and Meaning of inveigled in English
inveigled (imp. & p. p.)
of Inveigle
FAQs About the word inveigled
παρέσυρε
of Inveigle
Γοητευμένος,δελεαστικός,δέλεασε,πεπεισμένος,ελκυστικό,δόλωμα,προδομένος/η,παραπλανημένος,σκίτσαρε,μπλεγμένος
ειδοποιημένος,προειδοποίησε,προειδοποίησε,οδήγησε (μακριά ή έφυγε),προειδοποιημένος,απωθημένος,απορρίφθηκε,αποφεύχθηκε (από)
inveigle => δελεάζω, inveighing => επιτιθέμενος, inveigher => κατήγορος, inveighed => κατέκρινε , inveigh => επιτίθεμαι,