Greek Meaning of fascinated

γοητευμένος

Other Greek words related to γοητευμένος

Definitions and Meaning of fascinated in English

Wordnet

fascinated (s)

having your attention fixated as though by a spell

Webster

fascinated (imp. & p. p.)

of Fascinate

FAQs About the word fascinated

γοητευμένος

having your attention fixated as though by a spellof Fascinate

μαγεμένος,αιχμάλωτος,γοητευμένος,γοητευμένος,Μαγεμένος,εμμονικός,Άγρια,ερωτευμένος (με κάτι),τρελός (για ή για),ερωτευμένος (με)

κουλ,αποσπασμένος,Απογοητευμένος,ανεπηρέαστος,απογοητευμένος,μη μαγεμένος,ξέγνοιαστος

fascinate => γοητεύω, fasciculus => δέσμη, fasciculi => δεμάτια, fascicule => τεύχος, fasciculation => μυϊκή συστολή,