Greek Meaning of fascinatingly

συναρπαστικά

Other Greek words related to συναρπαστικά

Definitions and Meaning of fascinatingly in English

Wordnet

fascinatingly (r)

in a fascinating manner

FAQs About the word fascinatingly

συναρπαστικά

in a fascinating manner

ελκυστικός,ελκυστικός,χαρισματικός,γοητευτικός,μαγευτικός,ενδιαφέρον,γοητευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,Συμμετοχικός

βαρετό,ενοχλητικός,απωθητικό,αποκρουστικός,απωθητικός,αποκρουστικός,συγκλονιστικό,κουραστικό,κουραστικός,Κουραστικό

fascinating => συναρπαστικός, fascinated => γοητευμένος, fascinate => γοητεύω, fasciculus => δέσμη, fasciculi => δεμάτια,