Greek Meaning of appealing

ελκυστικός

Other Greek words related to ελκυστικός

Definitions and Meaning of appealing in English

Wordnet

appealing (a)

able to attract interest or draw favorable attention

(of characters in literature or drama) evoking empathic or sympathetic feelings

Webster

appealing (p. pr. & vb. n.)

of Appeal

Webster

appealing (a.)

That appeals; imploring.

FAQs About the word appealing

ελκυστικός

able to attract interest or draw favorable attention, (of characters in literature or drama) evoking empathic or sympathetic feelingsof Appeal, That appeals; im

ελκυστικός,χαρισματικός,γοητευτικός,μαγευτικός,συναρπαστικός,γοητευτικός,γοητευτικός,συναρπαστικός,Συμμετοχικός,γοητευτικός

βαρετό,ενοχλητικός,απωθητικό,αποκρουστικός,απωθητικός,αποκρουστικός,κουραστικό,κουραστικός,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος

appealer => o προσφεύγων, appealed => Υποβάλλει έφεση, appealant => εναγόμενος, appealable => εφέσιμος, appeal board => Επιτροπή έφεσης,