Greek Meaning of appealer
o προσφεύγων
Other Greek words related to o προσφεύγων
Nearest Words of appealer
Definitions and Meaning of appealer in English
appealer (n.)
One who makes an appeal.
FAQs About the word appealer
o προσφεύγων
One who makes an appeal.
ικετεύω,καλώ,αίτηση,ικετεύω,ρωτώ,ικετεύω,πολιορκώ,καλώ,επικαλούμαι,ικετεύω
υπόδειξη,υποδηλώνω,παρακαλω,ικανοποιώ,προτείνω,κατευνάζω,Άνεση,συμφιλιώνω,Κονσόλα,περιεχόμενο
appealed => Υποβάλλει έφεση, appealant => εναγόμενος, appealable => εφέσιμος, appeal board => Επιτροπή έφεσης, appeal => ένσταση,