Greek Meaning of appealed

Υποβάλλει έφεση

Other Greek words related to Υποβάλλει έφεση

Definitions and Meaning of appealed in English

Webster

appealed (imp. & p. p.)

of Appeal

of Appease

FAQs About the word appealed

Υποβάλλει έφεση

of Appeal, of Appease

κατηγορούμενος,κατηγορηθείς,κατηγορηθεί,δεσμευμένο,αναφέρθηκε,καταγγελμένος,ελαττωματικό,ενοχοποιημένος,κατηγορούμενος,δοκίμασε

απολογούσε,πρωταθλητής,υπερασπίστηκε,δικαιολογημένη,ξεκαθαρισμένο,συγχωρούμενος,συγχώρεσε,συγχωρέθηκε,εστάλη,Δικαίωσε

appealant => εναγόμενος, appealable => εφέσιμος, appeal board => Επιτροπή έφεσης, appeal => ένσταση, appeachment => καθαίρεση,