Greek Meaning of recriminated

κατηγόρησε

Other Greek words related to κατηγόρησε

Definitions and Meaning of recriminated in English

recriminated

a retaliatory accusation, the making of such accusations

FAQs About the word recriminated

κατηγόρησε

a retaliatory accusation, the making of such accusations

εμπλεκόμενος,αναφέρθηκε,αντίποινα,δοκίμασε,κατήγγειλε (εναντίον),διωκόμενος,κατείχε,Υποβάλλει έφεση,κατηγορηθείς,κατηγορηθεί

απαλλαγμένος,απολογούσε,πρωταθλητής,ξεκαθαρισμένο,υπερασπίστηκε,απαλλάσσει,αθωωμένος,δικαιολογημένη,Δικαίωσε,συγχωρούμενος

re-creations => Αναψυχή, recreations => αναψυχή, re-creating => επαναδημιουργία, recoveries => ανακτήσεις, recover (from) => αναρρώνω (από),