Greek Meaning of advocated
απολογούσε
Other Greek words related to απολογούσε
- ενέκρινε
- υποστηριζόμενος
- υιοθετημένος
- υποστηρίζεται
- με την υποστήριξη
- πρωταθλητής
- αγκαλιάστηκε
- βοήθησε
- εγκεκριμένος
- προστατευμένος
- υποκινήθηκε
- προηγμένος
- βοήθησε
- στηριγμένος
- ενισχυμένο
- ενισχυμένο
- αρραβωνιασμένος
- προωθημένο
- προώθησε
- κατείχε για λίγο το χαρτοφυλάκιο
- φυτεύεται (για)
- (φουσκωμένος)
- plunked (για)
- κήρυξε
- (στηριγμένο)
- ενισχυμένο
- ενισχυμένη
- διασωθεί
- αποθηκευμένο
- δευτερολόγησε
- (με) μονομερώς
- υπερασπίστηκε
- υπερασπίζω
- πήγε μέσα για
- πήγε να βαρελίσει για
Nearest Words of advocated
Definitions and Meaning of advocated in English
advocated (imp. & p. p.)
of Advocate
FAQs About the word advocated
απολογούσε
of Advocate
ενέκρινε,υποστηριζόμενος,υιοθετημένος,υποστηρίζεται,με την υποστήριξη,πρωταθλητής,αγκαλιάστηκε,βοήθησε,εγκεκριμένος,προστατευμένος
επενέβη,αντίθετο,ματαιωμένος,μπερδεμένος,απογοητευμένος,απέτυχε,αποτυγχάνω,απογοητευμένος,σαμποτάρει,έρημος
advocate => συνήγορος, advocacy group => Ομάδα υποστήριξης, advocacy => υποστήριξη, advisory service => Συμβουλευτική υπηρεσία, advisory board => συμβουλευτική επιτροπή,