Greek Meaning of advocated

απολογούσε

Other Greek words related to απολογούσε

Definitions and Meaning of advocated in English

Webster

advocated (imp. & p. p.)

of Advocate

FAQs About the word advocated

απολογούσε

of Advocate

ενέκρινε,υποστηριζόμενος,υιοθετημένος,υποστηρίζεται,με την υποστήριξη,πρωταθλητής,αγκαλιάστηκε,βοήθησε,εγκεκριμένος,προστατευμένος

επενέβη,αντίθετο,ματαιωμένος,μπερδεμένος,απογοητευμένος,απέτυχε,αποτυγχάνω,απογοητευμένος,σαμποτάρει,έρημος

advocate => συνήγορος, advocacy group => Ομάδα υποστήριξης, advocacy => υποστήριξη, advisory service => Συμβουλευτική υπηρεσία, advisory board => συμβουλευτική επιτροπή,