Greek Meaning of bolstered
στηριγμένος
Other Greek words related to στηριγμένος
Nearest Words of bolstered
Definitions and Meaning of bolstered in English
bolstered (imp. & p. p.)
of Bolster
bolstered (a.)
Supported; upheld.
Swelled out.
FAQs About the word bolstered
στηριγμένος
of Bolster, Supported; upheld., Swelled out.
φόρεσε,υποστηριζόμενος,διατηρημένος,διατήρησε,βαρετός,ενισχυμένος,ενισχυμένο,(στηριγμένο),έμεινε,υποστηρίζονται
υπονομεύει,εξασθενημένος,undercut
bolster up => υποστηρίζω, bolster => μαξιλάρι, bolshy => θρασύς, bolshie => θρασύς, bolshevize => μπολσεβικοποιώ,