FAQs About the word bolstered

στηριγμένος

of Bolster, Supported; upheld., Swelled out.

φόρεσε,υποστηριζόμενος,διατηρημένος,διατήρησε,βαρετός,ενισχυμένος,ενισχυμένο,(στηριγμένο),έμεινε,υποστηρίζονται

υπονομεύει,εξασθενημένος,undercut

bolster up => υποστηρίζω, bolster => μαξιλάρι, bolshy => θρασύς, bolshie => θρασύς, bolshevize => μπολσεβικοποιώ,