Greek Meaning of assisted

υποστηρίζεται

Other Greek words related to υποστηρίζεται

Definitions and Meaning of assisted in English

Wordnet

assisted (a)

having help; often used as a combining form

Webster

assisted (imp. & p. p.)

of Assist

FAQs About the word assisted

υποστηρίζεται

having help; often used as a combining formof Assist

βοήθησε,βοήθησε,υποκινήθηκε,με την υποστήριξη,ενθάρρυνε,διευκόλυνε,ενισχυμένη,υποστηριζόμενος,προηγμένος,Συμβουλευόταν

σταμάτησε,αποκλεισμένος,αποκλεισμένο,περιορισμένος,απέτυχε,εμπόδισε,Ανάπηροι,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,ανασταλμένος

assistantly => βοηθητικά, assistant professor => Επίκουρος Καθηγητής, assistant foreman => Βοηθός εργοδηγού, assistant => βοηθός, assistance => βοήθεια,