Greek Meaning of blocked

αποκλεισμένο

Other Greek words related to αποκλεισμένο

Definitions and Meaning of blocked in English

Wordnet

blocked (s)

closed to traffic

completely obstructed or closed off

Webster

blocked (imp. & p. p.)

of Block

FAQs About the word blocked

αποκλεισμένο

closed to traffic, completely obstructed or closed offof Block

Εξαιρούμενος,παρεμποδισμένος,παρεμποδισμένο,εμπόδισαν,απορριπτόμενος,αποκλείω,σταμάτησε,εμπόδισε,απαγορεύεται,απορριφθείς

αποδεκτός,αποδεκτό,πιστοποιημένο,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ανεκτός,πιστοποιημένο

blockbuster => blockbuster, blockage => Αποκλεισμός, blockading => Αποκλεισμός, blockade-runner => αποκλειστής δρομέας, blockader => Αποκλειστής,