Greek Meaning of accorded

παραχωρημένο

Other Greek words related to παραχωρημένο

Definitions and Meaning of accorded in English

Webster

accorded (imp. & p. p.)

of Accord

FAQs About the word accorded

παραχωρημένο

of Accord

αποδεκτό,πιστοποιημένο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,ενέκρινε,χορηγήθηκε,νόμιμος

αποκλεισμένος,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,Ταμπού,απαγορευμένο,ακατάλληλος,ακατάλληλος,απαγορευμένο

accordantly => κατόπιν αυτού, accordant => αρμονικός, accordancy => συμφωνία, accordance of rights => σύμφωνα με τα δικαιώματα, accordance => σύμφωνα με,