Greek Meaning of accorded
παραχωρημένο
Other Greek words related to παραχωρημένο
- αποδεκτό
- πιστοποιημένο
- επιτρεπόμενο
- κατάλληλος
- εγκρίθηκε
- εξουσιοδοτημένος
- πιστοποιημένο
- ενέκρινε
- χορηγήθηκε
- νόμιμος
- νόμιμος
- εντάξει
- επιτρεπτός
- κυρώσεις
- vouchsafed
- εγγυημένος
- αποδεκτός
- επιτρεπόμενο
- ανεκτός
- ανεχόμενος
- υποφερτός
- εγκεκριμένος
- νόμιμο
- αδειοδοτημένος
- εντάξει
- επιτρεπτός
- υποστηριζόμενος
- ανεκτός
- Αντιληπτό
- ανέχθηκε
- προαγόμενος
- ενθάρρυνε
- Υποχρεωτικό
- παραγγελθέντα
- επιτρεπτικό
- κατάλληλος
- απαιτούμενο
- πρέπουσα
- ανεκτός
- κατάλληλος
- ανεκτή
- αναντίρρητος
- διέταξε
Nearest Words of accorded
Definitions and Meaning of accorded in English
accorded (imp. & p. p.)
of Accord
FAQs About the word accorded
παραχωρημένο
of Accord
αποδεκτό,πιστοποιημένο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,ενέκρινε,χορηγήθηκε,νόμιμος
αποκλεισμένος,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,Ταμπού,απαγορευμένο,ακατάλληλος,ακατάλληλος,απαγορευμένο
accordantly => κατόπιν αυτού, accordant => αρμονικός, accordancy => συμφωνία, accordance of rights => σύμφωνα με τα δικαιώματα, accordance => σύμφωνα με,