Greek Meaning of accredited

πιστοποιημένο

Other Greek words related to πιστοποιημένο

Definitions and Meaning of accredited in English

Wordnet

accredited (s)

given official approval to act

Webster

accredited (imp. & p. p.)

of Accredit

FAQs About the word accredited

πιστοποιημένο

given official approval to actof Accredit

εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,ενέκρινε,αδειοδοτημένος,εντάξει,επιτρεπτός,αποδεκτός,επιτρεπόμενο,εγκεκριμένος,νόμιμος

αποκλεισμένος,αρνηθεί,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απορριπτόμενος,απαράδεκτο,απαγορευμένο

accreditation => Πιστοποίηση, accredit => διαπιστεύω, accra => Άκκρα, accoy => ηρεμώ, accoutring => εξαρτήματα,