Greek Meaning of inadmissible
απαράδεκτος
Other Greek words related to απαράδεκτος
Nearest Words of inadmissible
Definitions and Meaning of inadmissible in English
inadmissible (a)
not deserving to be admitted
inadmissible (a.)
Not admissible; not proper to be admitted, allowed, or received; as, inadmissible testimony; an inadmissible proposition, or explanation.
FAQs About the word inadmissible
απαράδεκτος
not deserving to be admittedNot admissible; not proper to be admitted, allowed, or received; as, inadmissible testimony; an inadmissible proposition, or explana
απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απαράδεκτο,ανυπόφορος,απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αρνηθεί,απαγορεύεται
αποδεκτός,επιпусти,επιτρεπόμενο,επιτρεπτός,πιστοποιημένο,εντάξει,επιτρεπτός,ανεκτός,πιστοποιημένο,εξουσιοδοτημένος
inadmissibility => Απαράδεκτος, inadhesion => μη προσκόλληση, inadherent => Μη προσκολλητικός, inadequation => ανεπάρκεια, inadequateness => ανεπάρκεια,