Greek Meaning of sanctioned
κυρώσεις
Other Greek words related to κυρώσεις
Nearest Words of sanctioned
- sanctionative => κυρωτικός
- sanctionary => κυρώσεις
- sanction => κυρώσεις
- sanctimony => Αγιοφάνεια
- sanctimoniousness => ευσέβεια ** _
- sanctimoniously => Ενθουσιωδώς
- sanctimonious => υποκριτής
- sanctimonial => θρησκόληπτος
- sanctiloquent => ιερογλωσσία
- sanctifyingly => (noun) καθαγιαστικός, (adjective) Καθαγιαστικά
Definitions and Meaning of sanctioned in English
sanctioned (s)
conforming to orthodox or recognized rules
formally approved and invested with legal authority
established by authority; given authoritative approval
sanctioned (imp. & p. p.)
of Sanction
FAQs About the word sanctioned
κυρώσεις
conforming to orthodox or recognized rules, formally approved and invested with legal authority, established by authority; given authoritative approvalof Sancti
εξουσιοδοτημένος,επίσημος,εγκρίθηκε,αυθεντικός,πιστοποιημένο,ενέκρινε,εγκεκριμένος,νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος
παράνομος,παράνομος,μη εξουσιοδοτημένος,παράνομος,ανεπίσημος,μη εγκεκριμένο,εσφαλμένος,νόθος,απαράδεκτος,παράνομος
sanctionative => κυρωτικός, sanctionary => κυρώσεις, sanction => κυρώσεις, sanctimony => Αγιοφάνεια, sanctimoniousness => ευσέβεια ** _ ,