Greek Meaning of unsanctioned
μη εγκεκριμένο
Other Greek words related to μη εγκεκριμένο
- Παρεμπορίου
- Μη εγκεκριμένο
- μη εξουσιοδοτημένος
- χωρίς άδεια
- Μαϊμού
- λαθραίο εμπόρευμα
- εγκληματίας
- Εγκληματίας
- παράνομος
- παράνομος
- ακατάλληλος
- απαγορευμένος
- κάτω από τον πάγκο
- κάτω από το τραπέζι
- παράνομος
- εσφαλμένος
- απαγορευμένο
- αποκλεισμένος
- εγκληματικοποιημένο
- απαγορεύεται
- αποθαρρυμένος
- απαγορευμένος
- νόθος
- απαγορευμένο
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένη
Nearest Words of unsanctioned
Definitions and Meaning of unsanctioned in English
unsanctioned (s)
without explicit official permission
FAQs About the word unsanctioned
μη εγκεκριμένο
without explicit official permission
Παρεμπορίου,Μη εγκεκριμένο,μη εξουσιοδοτημένος,χωρίς άδεια,Μαϊμού,λαθραίο εμπόρευμα,εγκληματίας,Εγκληματίας,παράνομος,παράνομος
εξουσιοδοτημένος,αδειοδοτημένος,επιτρεπτός,επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,Σωστό,ενέκρινε,νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος
unsanctify => βεβηλώνω, unsanctified => αβέβηλος, unsanctification => Βεβήλωση, unsalted => ανάλατος, unsaleable => Μη πωλήσιμο,