Greek Meaning of criminal
εγκληματίας
Other Greek words related to εγκληματίας
- Εγκληματίας
- παράνομος
- παράνομος
- παράνομος
- εσφαλμένος
- απαγορευμένος
- νόθος
- ανήθικος
- παράνομος
- απαγορευμένος
- μη εξουσιοδοτημένος
- εγκληματικοποιημένο
- μοιχικός
- κακός
- αποκλεισμένος
- χρεωστικός
- κατηγορητέος
- άξιος μομφής
- λαθραίο εμπόρευμα
- απαγορεύεται
- αποθαρρυμένος
- κακός
- απαγορευμένο
- Απαγορευμένο
- απαγορευμένη
- κατακριτέος
- αμαρτωλός
- κάτω από το τραπέζι
- ανήθικος
- χωρίς άδεια
- Ασυνείδητος
- μη εγκεκριμένο
- Αδίστακτος
- κακός
- κακός
- λάθος
Nearest Words of criminal
- crimean war => Κριμαϊκός Πόλεμος
- crimea-congo hemorrhagic fever => Αιμορραγικός πυρετός της Κριμαίας - Κονγκό
- crimea => Κριμαία
- crime wave => Κύμα εγκληματικότητας
- crime syndicate => Εγκληματική συντεχνία
- crime rate => ποσοστό εγκληματικότητας
- crime => έγκλημα
- crier => πλανόδιος πωλητής
- cricketer => παίκτης κρίκετ
- cricket-bat willow => Ιτιά για την κατασκευή ρακέτας κρίκετ
- criminal congress => Συνεδριακό Κέντρο Εγκλήματος
- criminal contempt => κακοήθης περιφρόνηση
- criminal conversation => Μοιχεία
- criminal court => Ποινικό Δικαστήριο
- criminal intelligence services of canada => Καναδικές υπηρεσίες εγκληματικής πληροφόρησης
- criminal investigation command => Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών
- criminal law => Ποινικό δίκαιο
- criminal maintenance => Εγκληματική συντήρηση
- criminal negligence => Εγκληματική αμέλεια
- criminal offence => Ποινικό αδίκημα
Definitions and Meaning of criminal in English
criminal (n)
someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime
criminal (s)
bringing or deserving severe rebuke or censure
guilty of crime or serious offense
involving or being or having the nature of a crime
FAQs About the word criminal
εγκληματίας
someone who has committed a crime or has been legally convicted of a crime, bringing or deserving severe rebuke or censure, guilty of crime or serious offense,
Εγκληματίας,παράνομος,παράνομος,παράνομος,εσφαλμένος,απαγορευμένος,νόθος,ανήθικος,παράνομος,απαγορευμένος
ηθικός,καλός,νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος,δεξιά,δίκαιος,εξουσιοδοτημένος,μόνο,αδειοδοτημένος
crimean war => Κριμαϊκός Πόλεμος, crimea-congo hemorrhagic fever => Αιμορραγικός πυρετός της Κριμαίας - Κονγκό, crimea => Κριμαία, crime wave => Κύμα εγκληματικότητας, crime syndicate => Εγκληματική συντεχνία,