Greek Meaning of criminal offence
Ποινικό αδίκημα
Other Greek words related to Ποινικό αδίκημα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of criminal offence
- criminal negligence => Εγκληματική αμέλεια
- criminal maintenance => Εγκληματική συντήρηση
- criminal law => Ποινικό δίκαιο
- criminal investigation command => Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών
- criminal intelligence services of canada => Καναδικές υπηρεσίες εγκληματικής πληροφόρησης
- criminal court => Ποινικό Δικαστήριο
- criminal conversation => Μοιχεία
- criminal contempt => κακοήθης περιφρόνηση
- criminal congress => Συνεδριακό Κέντρο Εγκλήματος
- criminal => εγκληματίας
- criminal offense => αδίκημα
- criminal possession => εγκληματική κατοχή
- criminal prosecution => ποινική δίωξη
- criminal record => ποινικό μητρώο
- criminal suit => ποινική αγωγή
- criminalisation => ποινικοποίηση
- criminalise => εγκληματοποιώ
- criminalism => εγκληματολογία
- criminality => εγκληματικότητα
- criminalization => Ποινικοποίηση
Definitions and Meaning of criminal offence in English
criminal offence (n)
(criminal law) an act punishable by law; usually considered an evil act
FAQs About the word criminal offence
Ποινικό αδίκημα
(criminal law) an act punishable by law; usually considered an evil act
No synonyms found.
No antonyms found.
criminal negligence => Εγκληματική αμέλεια, criminal maintenance => Εγκληματική συντήρηση, criminal law => Ποινικό δίκαιο, criminal investigation command => Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών, criminal intelligence services of canada => Καναδικές υπηρεσίες εγκληματικής πληροφόρησης,