Greek Meaning of criminalization
Ποινικοποίηση
Other Greek words related to Ποινικοποίηση
Nearest Words of criminalization
- criminality => εγκληματικότητα
- criminalism => εγκληματολογία
- criminalise => εγκληματοποιώ
- criminalisation => ποινικοποίηση
- criminal suit => ποινική αγωγή
- criminal record => ποινικό μητρώο
- criminal prosecution => ποινική δίωξη
- criminal possession => εγκληματική κατοχή
- criminal offense => αδίκημα
- criminal offence => Ποινικό αδίκημα
Definitions and Meaning of criminalization in English
criminalization (n)
legislation that makes something illegal
FAQs About the word criminalization
Ποινικοποίηση
legislation that makes something illegal
απαγόρευση,παράνομος,απαγορεύω,απαγορεύω,απαγορεύω,απαγορεύω,μπάρα,επιτάσσω,απαγορεύω
επιτρέψω,αποποινικοποιήση,νομιμοποιώ,αφήνω,άδεια,εγκρίνω,Εγκρίνει,κυρώσεις,υποφέρνω,εγκρίνω
criminality => εγκληματικότητα, criminalism => εγκληματολογία, criminalise => εγκληματοποιώ, criminalisation => ποινικοποίηση, criminal suit => ποινική αγωγή,