Greek Meaning of criminate
ενοχοποιώ
Other Greek words related to ενοχοποιώ
- κατηγορώ
- ενοχοποιώ
- κατηγορώ
- ενοχή
- χρέωση
- επικρίνω
- συκοφαντώ
- καθαιρώ
- διώκω
- μηνύω
- ένσταση
- κατηγορώ
- βιβλίο
- τιμωρώ
- μομφή
- μαλώνω
- αναφορά
- καταδικάζω
- διάολε
- καταγγέλλω
- λάθος
- εμπλέκω
- αμφισβητώ
- ενοχοποιώ
- Επίπληξη
- κατηγορώ
- Αναφορά
- επίπληξη
- άσωτος
- Επιτιμώ
- ανταποδίδω
- καλέω
- φόρος
- προσπαθώ
- να καλέσω
- ενημερώνω (εναντίον)
Nearest Words of criminate
- criminalness => εγκληματικότητα
- criminally => εγκληματικά
- criminalize => ποινικοποιώ
- criminalization => Ποινικοποίηση
- criminality => εγκληματικότητα
- criminalism => εγκληματολογία
- criminalise => εγκληματοποιώ
- criminalisation => ποινικοποίηση
- criminal suit => ποινική αγωγή
- criminal record => ποινικό μητρώο
- criminative => εγκληματίας
- criminatory => διακριτικός
- criminological => εγκληματολογικός
- criminologist => Εγκληματολόγος
- criminology => Εγκληματολογία
- crimp => στένωμα
- crimper => πένσα για σγουρά φριζάρισμα
- crimson => βαθυκόκκινος
- crimson clover => Κόκκινο τριφύλλι
- crimson-magenta => πορφυροκόκκινο-ματζέντα
Definitions and Meaning of criminate in English
criminate (v)
bring an accusation against; level a charge against
rebuke formally
FAQs About the word criminate
ενοχοποιώ
bring an accusation against; level a charge against, rebuke formally
κατηγορώ,ενοχοποιώ,κατηγορώ,ενοχή,χρέωση,επικρίνω,συκοφαντώ,καθαιρώ,διώκω,μηνύω
απαλλάσσω,απαλλάσσω,συνήγορος,σαφής,Αμύνω,απαλλάσσω,απαλλάσσειν,δικαιώνω,δικαιολογία,συγχωρώ
criminalness => εγκληματικότητα, criminally => εγκληματικά, criminalize => ποινικοποιώ, criminalization => Ποινικοποίηση, criminality => εγκληματικότητα,