Greek Meaning of prosecute
διώκω
Other Greek words related to διώκω
- επιτυγχάνω
- επιτύγχανω
- κάνω
- εκτέλεση
- εκπληρώνω
- εκπληρώνω
- εφαρμόζω
- φτιάχνω
- εκτελώ
- απομακρύνω
- Εκτελώ
- δεσμεύω
- ολοκληρωμένο
- Εφαρμόζω
- συνεχίσει (με)
- Διαπραγματεύομαι
- πετύχω
- βάλει μέσα
- συνειδητοποιώ
- άσσος
- καταφέρνω
- Επιφέρω
- αφαιρώ
- πυξίδα
- αποτέλεσμα
- τέλος
- ασχολείται με
- τέλος
- περνάω
- Καρφί
- Πρακτική
- εξάσκηση
- Αναπαράσταση
- Επαναλάβετε
- τελειώνω
- εργάζομαι σε/στην
Nearest Words of prosecute
Definitions and Meaning of prosecute in English
prosecute (v)
conduct a prosecution in a court of law
bring a criminal action against (in a trial)
carry out or participate in an activity; be involved in
FAQs About the word prosecute
διώκω
conduct a prosecution in a court of law, bring a criminal action against (in a trial), carry out or participate in an activity; be involved in
επιτυγχάνω,επιτύγχανω,κάνω,εκτέλεση,εκπληρώνω,εκπληρώνω,εφαρμόζω,φτιάχνω,εκτελώ,απομακρύνω
ελαφρύ,σφίγγω,ασαφές
prose poem => Ποίημα σε πρόζα, prose => Πέζος λόγος, proscription => απαγόρευση, proscribed => απαγορευμένη, proscribe => απαγορεύω,