FAQs About the word proselytize

προσηλυτισμός

convert to another faith or religion

μετατρέπω,επιρροή,διαδώ,Προσηλυτιστής,πλύση εγκεφάλου,ιεραποστολή,ταλάντευση

Αποτρέπω,Κοσμικοποιή

proselytism => προσηλυτισμός, proselytise => προσηλυτισμός, proselyte => Προσηλυτιστής, prosecutor => εισαγγελέας, prosecution => δίωξη,