Greek Meaning of prosecutor
εισαγγελέας
Other Greek words related to εισαγγελέας
- Δικηγόρος
- σύμβουλος
- εισαγγελέας πρωτοδικών
- δικηγόρος
- Εισαγγελέας
- Δικηγόρος
- συνήγορος
- δικηγόρος
- Συνεργαζόμενος δικηγόρος
- δικηγόρος
- σύμβουλος
- Νομικός σύμβουλος
- ποινικολόγος
- νομικός
- Νομοθέτης
- νομικός αετός
- νομοθέτης
- επιστόμιο
- Δημόσιος υπερασπιστής
- Δικηγόρος εφέσεων
- νομοθέτης
- δικηγόρος της Φιλαδέλφειας
- απατεώνας
Nearest Words of prosecutor
Definitions and Meaning of prosecutor in English
prosecutor (n)
a government official who conducts criminal prosecutions on behalf of the state
FAQs About the word prosecutor
εισαγγελέας
a government official who conducts criminal prosecutions on behalf of the state
Δικηγόρος,σύμβουλος,εισαγγελέας πρωτοδικών,δικηγόρος,Εισαγγελέας,Δικηγόρος,συνήγορος,δικηγόρος,Συνεργαζόμενος δικηγόρος,δικηγόρος
No antonyms found.
prosecution => δίωξη, prosecuting officer => εισαγγελέας, prosecuting attorney => Εισαγγελέας, prosecute => διώκω, prose poem => Ποίημα σε πρόζα,