Greek Meaning of cocounsel
Συνεργαζόμενος δικηγόρος
Other Greek words related to Συνεργαζόμενος δικηγόρος
- συνήγορος
- Δικηγόρος
- δικηγόρος
- σύμβουλος
- σύμβουλος
- Νομικός σύμβουλος
- δικηγόρος
- δικηγόρος
- ποινικολόγος
- εισαγγελέας πρωτοδικών
- νομικός αετός
- επιστόμιο
- Εισαγγελέας
- εισαγγελέας
- Δημόσιος υπερασπιστής
- απατεώνας
- Δικηγόρος
- Δικηγόρος εφέσεων
- Γλίστρα
- νομικός
- νομοθέτης
- Νομοθέτης
- νομοθέτης
- μπαταχτσής
- δικηγόρος της Φιλαδέλφειας
Nearest Words of cocounsel
Definitions and Meaning of cocounsel in English
cocounsel
one who shares with one or more others the duties of providing counsel and especially legal counsel to someone, an attorney who assists in or shares the responsibility of representing a client
FAQs About the word cocounsel
Συνεργαζόμενος δικηγόρος
one who shares with one or more others the duties of providing counsel and especially legal counsel to someone, an attorney who assists in or shares the respons
συνήγορος,Δικηγόρος,δικηγόρος,σύμβουλος,σύμβουλος,Νομικός σύμβουλος,δικηγόρος,δικηγόρος,ποινικολόγος,εισαγγελέας πρωτοδικών
No antonyms found.
cocoons => κουκούλια, cocooned => κουκουλωμένος, cocomposer => Συνθέτης, cock-up => γκάφα, cocktails => Κοκτέιλ,