FAQs About the word lawmaker

Νομοθέτης

a maker of laws; someone who gives a code of lawsA legislator; a lawgiver.

νομοθέτης,Γερουσιαστής,νομοθέτης,Βουλευτής,βουλευτής,μέλος του Κογκρέσου,Σόλων

No antonyms found.

lawm => γκαζόν, lawlessness => ανομία, lawlessly => παράνομα, lawless => παράνομος, lawing => νομοθεσία,