Greek Meaning of lawfully

νόμιμα

Other Greek words related to νόμιμα

Definitions and Meaning of lawfully in English

Wordnet

lawfully (r)

in a manner acceptable to common custom

by law; conforming to the law

FAQs About the word lawfully

νόμιμα

in a manner acceptable to common custom, by law; conforming to the law

νόμιμο,νόμιμος,επιτρεπόμενο,εξουσιοδοτημένος,δικαιολογημένος,νόμιμος,νόμιμος,επιτρεπτός,κανονισμός,συνταγματικός

κακός,εγκληματίας,κακός,παράνομος,νόθος,παράνομος,παράνομος,λάθος,εσφαλμένος,απαγορευμένος

lawful => νόμιμος, law-fall => Ελεύθερη πτώση του νόμου, lawer => δικηγόρος, lawe => νόμος, lawcourt => Δικαστήριο,