Greek Meaning of law-breaking
παραβίαση νόμου
Other Greek words related to παραβίαση νόμου
Nearest Words of law-breaking
- lawbreaker => παραβάτης
- law-abiding => νομοταγής
- law student => Φοιτητής νομικής
- law school => Νομική Σχολή
- law practice => Δικηγορικό γραφείο
- law officer => αστυνομικός
- law offender => παραβάτης
- law of volumes => Ο νόμος των όγκων
- law of thermodynamics => Νόμοι της θερμοδυναμικής
- law of the land => ο νόμος της χώρας
Definitions and Meaning of law-breaking in English
law-breaking (n)
(criminal law) an act punishable by law; usually considered an evil act
FAQs About the word law-breaking
παραβίαση νόμου
(criminal law) an act punishable by law; usually considered an evil act
εγκληματίας,παράνομος,παράνομος,επαναστατημένος,Αναρχικός,αναρχικός,προκλητικός,ακατάστατη,Εγκληματίας,νόθος
νομοταγής,νόμιμος,νόμιμο,νομιμοποιημένο,νόμιμος,οργανωμένος,συμβατός,υπάκουος,υπάκουος,υποτακτικός
lawbreaker => παραβάτης, law-abiding => νομοταγής, law student => Φοιτητής νομικής, law school => Νομική Σχολή, law practice => Δικηγορικό γραφείο,