Greek Meaning of anarchical
αναρχικός
Other Greek words related to αναρχικός
Nearest Words of anarchical
Definitions and Meaning of anarchical in English
anarchical (s)
without law or control
anarchical (a.)
Pertaining to anarchy; without rule or government; in political confusion; tending to produce anarchy; as, anarchic despotism; anarchical opinions.
FAQs About the word anarchical
αναρχικός
without law or controlPertaining to anarchy; without rule or government; in political confusion; tending to produce anarchy; as, anarchic despotism; anarchical
εγκληματίας,ακατάστατη,Εγκληματίας,παράνομος,παράνομος,παράνομος,άτακτος,προκλητικός,απείθαρχος,παραβίαση νόμου
νόμιμος,νόμιμο,νόμιμος,οργανωμένος,συμβατός,υπάκουος,νομοταγής,νομιμοποιημένο,υπάκουος,Επιδεκτικός
anarchic => Αναρχικός, anarchal => αναρχικός, anarch => Αναρχικός, anapurna => Ανναπούρνα, anaptychus => anaptychus,