Greek Meaning of lawbreaking

παραβίαση νόμου

Other Greek words related to παραβίαση νόμου

Definitions and Meaning of lawbreaking in English

lawbreaking

a person who breaks the law, a person who violates the law

FAQs About the word lawbreaking

παραβίαση νόμου

a person who breaks the law, a person who violates the law

εγκληματίας,παράνομος,παράνομος,επαναστατημένος,Αναρχικός,αναρχικός,προκλητικός,ακατάστατη,Εγκληματίας,νόθος

νομοταγής,νόμιμος,νόμιμο,νομιμοποιημένο,νόμιμος,οργανωμένος,συμβατός,υπάκουος,υπάκουος,υποτακτικός

lawbreakers => παραβάτες, law-abidingness => νομιμοφροσύνη, lavishes => σπαταλά, lavallieres => μακριές γραβάτες, lavalieres => λαβαλιέρα,