FAQs About the word lavishes

σπαταλά

expended or produced in abundance, expending or bestowing profusely, to spend or give freely, marked by profusion or excess, to expend or bestow with profusion,

σωροί,ρίχνει,αναβλύζει,ντους,πλημμύρες,χαλάζι,πλημμυρίζει,Ξεχειλίζω,ρεύματα

διατηρεί,αποθεματικά,διατηρεί,συγκρατεί,κρατάει πίσω

lavallieres => μακριές γραβάτες, lavalieres => λαβαλιέρα, launders => πλένει, launches => λανσάρει, launchers => Εκτοξευτήρες,