FAQs About the word laughing off

γέλιο

to minimize by treating as amusingly or absurdly trivial

Μειωτικός,Ελαχιστοποίηση,υποτιμώ,κακάω,Απορρίπτω,υποτίμηση,υποτίμηση,απαξιωτικός,φθίνων,έκπτωση

φυσώντας,καύχηση,καυχησιολογία,εκφοβισμός,λαλητός,Φουσκωμένος,φαντασμένος,Αλαζονικός,αλαζονικός,φανφαρονισμός

laughing (at) => γελώντας, laughers => γέλια, laughed off => γέλασε με, laughed (at) => γέλασε (σε), laughableness => γελοιοσύνη,