Greek Meaning of discounting

έκπτωση

Other Greek words related to έκπτωση

Definitions and Meaning of discounting in English

Webster

discounting (p. pr. & vb. n.)

of Discount

FAQs About the word discounting

έκπτωση

of Discount

εξηγώντας,συγχωρητικός,αγνοώντας,δικαιολογώντας,θέα,κλείνοντας το μάτι,σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),ανεκτικότητα,αγνοώντας,δικαιολογία

σήμανση,σημειώνοντας,(αντιρρησίας (προς)),δίνοντας σημασία,έχοντας υπόψη

discounter => Κατάστημα εκπτώσεων, discountenancing => αποθαρρυντικό, discountenancer => απογοητευτικό, discountenanced => αποθαρρυμένος, discountenance => αποθαρρύνω,