Greek Meaning of discounting
έκπτωση
Other Greek words related to έκπτωση
- εξηγώντας
- συγχωρητικός
- αγνοώντας
- δικαιολογώντας
- θέα
- κλείνοντας το μάτι
- σκούπισμα (παράμερα ή μακριά)
- ανεκτικότητα
- αγνοώντας
- δικαιολογία
- προσπέραση
- χάρη
- διερχόμενος
- ορθολογικοποίηση
- αποστολέας
- ασπρισμα
- κλείσιμο ματιού σε
- απαλλακτικό
- αθώωση
- εκκαθάριση
- Κλείνοντας τα μάτια τους σε
- απαλλακτικό
- απαλλακτικός
- Συγχωρητικός και ξεχασιάρης
- εξωραϊσμός (σε)
- Επικάλυψη (σε)
- συγκάλυψη
- Απορρίπτω
- δικαιωματικός
- παραιτούμενος
- κουνώντας (στο πλάι ή μακριά)
Nearest Words of discounting
- discounter => Κατάστημα εκπτώσεων
- discountenancing => αποθαρρυντικό
- discountenancer => απογοητευτικό
- discountenanced => αποθαρρυμένος
- discountenance => αποθαρρύνω
- discounted => σε έκπτωση
- discountable => εκπτωτικό
- discount store => Κατάστημα εκπτώσεων
- discount rate => Ποσοστό έκπτωσης
- discount house => Κατάστημα εκπτώσεων
Definitions and Meaning of discounting in English
discounting (p. pr. & vb. n.)
of Discount
FAQs About the word discounting
έκπτωση
of Discount
εξηγώντας,συγχωρητικός,αγνοώντας,δικαιολογώντας,θέα,κλείνοντας το μάτι,σκούπισμα (παράμερα ή μακριά),ανεκτικότητα,αγνοώντας,δικαιολογία
σήμανση,σημειώνοντας,(αντιρρησίας (προς)),δίνοντας σημασία,έχοντας υπόψη
discounter => Κατάστημα εκπτώσεων, discountenancing => αποθαρρυντικό, discountenancer => απογοητευτικό, discountenanced => αποθαρρυμένος, discountenance => αποθαρρύνω,