Greek Meaning of glossing (over)

εξωραϊσμός (σε)

Other Greek words related to εξωραϊσμός (σε)

Definitions and Meaning of glossing (over) in English

glossing (over)

to treat or describe (something, such as a serious problem or error) as if it were not important

FAQs About the word glossing (over)

εξωραϊσμός (σε)

to treat or describe (something, such as a serious problem or error) as if it were not important

Λογιστική (για),δικαιολογία,εξηγώντας,Eξηγώντας,ελαφρυντικός,Επικάλυψη (σε),δικαιολογώντας,αποσμητικό,Ελαχιστοποίηση,παρηγορητικός

σήμανση,σημειώνοντας,(αντιρρησίας (προς)),δίνοντας σημασία,έχοντας υπόψη

glosses (over) => γλωσσίδια, glosses => γλώσσες, glossed (over) => γυάλισε (πάνω από), glossaries => γλωσσάρια, gloss (over) => παραβλέπω,