Greek Meaning of softening

μαλάκωμα

Other Greek words related to μαλάκωμα

Definitions and Meaning of softening in English

Wordnet

softening (n)

the process of becoming softer

Wordnet

softening (s)

having a softening or soothing effect especially to the skin

FAQs About the word softening

μαλάκωμα

the process of becoming softer, having a softening or soothing effect especially to the skin

συμπονετικός,αντικραδασμική προστασία,εύκολος,μαλακτικό,επιεικής,ελεήμων,κομψός,λείο,προσωρινή αποθήκευση,καλοήθης

λειαντικό,Καυστικός,Χοντρός,εξαίσιος,άγριος,δυναμικός,βίαιος,σκληρός,σκληρός,έντονο

softener => μαλακτικό, softened => μαλακωμένο, soften => μαλακώνω, soft-cover book => Βιβλίο με μαλακό εξώφυλλο, soft-cover => Μαλακό εξώφυλλο,