Greek Meaning of forceful
δυναμικός
Other Greek words related to δυναμικός
Nearest Words of forceful
- force-feed lubricating system => Σύστημα λίπανσης με εξαναγκασμένη τροφοδοσία
- force-feed => Βίαιη σίτιση
- forced sale => Αναγκαστική πώληση
- forced landing => Ανεξέλεγκτη προσγείωση
- forced feeding => βίαιη διατροφή
- forced => εξαναγκαστικός
- force unit => Μονάδα δύναμης
- force pump => Αντλία βίας
- force play => Εκβιασμένο παιχνίδι
- force per unit area => δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας
Definitions and Meaning of forceful in English
forceful (a)
characterized by or full of force or strength (often but not necessarily physical)
forceful (s)
forceful and definite in expression or action
forceful (a.)
Full of or processing force; exerting force; mighty.
FAQs About the word forceful
δυναμικός
characterized by or full of force or strength (often but not necessarily physical), forceful and definite in expression or actionFull of or processing force; ex
πειστικός,Καταληκτικός,πειστικός,δυνατός,αυθεντικός,πειστικός,αποφασιστικός,οριστικός,αποτελεσματικός,πειστικός
αναποφάσιστος,αναποφάσιστος,αναποτελεσματικός,τρεμάμενος,μη πειστικός,Αβάσιμος,Ασθενής,αβάσιμος,άυλος,Ασημαντος
force-feed lubricating system => Σύστημα λίπανσης με εξαναγκασμένη τροφοδοσία, force-feed => Βίαιη σίτιση, forced sale => Αναγκαστική πώληση, forced landing => Ανεξέλεγκτη προσγείωση, forced feeding => βίαιη διατροφή,