Greek Meaning of unpersuasive

μη πειστικός

Other Greek words related to μη πειστικός

Definitions and Meaning of unpersuasive in English

Wordnet

unpersuasive (s)

not capable of persuading

FAQs About the word unpersuasive

μη πειστικός

not capable of persuading

αναποφάσιστος,αναποτελεσματικός,μη πειστικός,μη πειστικός,Αβάσιμος,αβάσιμος,άυλος,Ασημαντος,αναποφάσιστος,ασήμαντος

πειστικός,Καταληκτικός,πειστικός,αποφασιστικός,αποτελεσματικός,δυναμικός,πειστικός,ικανοποιητικό,δυνατός,αυθεντικός

unpersuasion => μη πειθώ, unpersuaded => Απειστος, unpersuadable => μη πειστικός, unperson => μη-πρόσωπο, unperplexed => ατάραχος,