Greek Meaning of unpersuaded

Απειστος

Other Greek words related to Απειστος

Definitions and Meaning of unpersuaded in English

Wordnet

unpersuaded (s)

not converted

FAQs About the word unpersuaded

Απειστος

not converted

άπιστος,άπιστος,άπιστος,μη πεπεισμένος,αναποφάσιστος,δυσπιστος,αμφίβολος,αμφίβολος,καχύποπτος,αμφίβολος

ατέχναστος,παιδαριώδης,Εμπιστοσύνης,Ευκολόπιστος,αθώος, ανυποψίαστος, ανυποψίαστος,Εύπιστος,ελπιδοφόρος,αθώος,αφελή,αφελης

unpersuadable => μη πειστικός, unperson => μη-πρόσωπο, unperplexed => ατάραχος, unperplex => μπερδεμένος, unpermissiveness => Αυστηρότητα,