Greek Meaning of distrustful
δυσπιστος
Other Greek words related to δυσπιστος
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- καχύποπτος
- σκεπτικός
- ύποπτος
- κυνικός
- άπιστος
- αμφίβολος
- άπιστος
- παρανοϊκός
- ερώτηση
- άπιστος
- επιφυλακτικός
- αρνητικός
- δείξε μου
- υποψιαζόμενος
- κριτική
- περίεργος
- έμπειρος
- Φρουρούμενος
- διστακτικός
- περίεργος
- επιφυλακτικός
- καχύποπτος
- περίεργος
- περίεργος
- μπερδεμένος
- περίεργος
- εκλεπτυσμένος
- αβέβαιος
- μη πεπεισμένος
- αναποφάσιστος
- αβέβαιος
- επαγρυπνών
- κοσμικός
- Έμπειρος
- τρομαγμένος από όπλα
- παρανοϊκός
- βέβαιος
- σίγουρος
- Ευκολόπιστος
- Πράσινο
- Εύπιστος
- άπειρος
- αφελής
- αθώος
- αφελης
- θετικός
- απλός
- σίγουρα
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- ακρτικός
- άθελά του
- αναντίρρητος
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- αφελή
- απλοϊκός
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδαριώδης
- εξαπατημένη
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- Ωμός
- Εύπιστος
- Γοητευμένος
- Εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- απρόσεκτος
- Αυταπατώμενος
- ανυποψίαστος
- άκακος
- απρόσεκτος
Nearest Words of distrustful
- distruster => καχύποπτος
- distrusted => Αναξιόπιστος
- distrust => δυσπιστία
- distrouble => Δεν υπάρχει πρόβλημα
- distringas => Διστρίγγας
- districtly => Περιφερειακά
- distriction => περιφέρεια
- districting => καταμερισμός σε εκλογικές περιφέρειες
- districted => διαιρεμένο
- district of columbia => Περιφέρεια της Κολούμπια
Definitions and Meaning of distrustful in English
distrustful (a)
having or showing distrust
distrustful (a.)
Not confident; diffident; wanting confidence or thrust; modest; as, distrustful of ourselves, of one's powers.
Apt to distrust; suspicious; mistrustful.
FAQs About the word distrustful
δυσπιστος
having or showing distrustNot confident; diffident; wanting confidence or thrust; modest; as, distrustful of ourselves, of one's powers., Apt to distrust; suspi
προσεκτικός,προσεκτικός,καχύποπτος,σκεπτικός,ύποπτος,κυνικός,άπιστος,αμφίβολος,άπιστος,παρανοϊκός
βέβαιος,σίγουρος,Ευκολόπιστος,Πράσινο,Εύπιστος,άπειρος,αφελής,αθώος,αφελης,θετικός
distruster => καχύποπτος, distrusted => Αναξιόπιστος, distrust => δυσπιστία, distrouble => Δεν υπάρχει πρόβλημα, distringas => Διστρίγγας,