Greek Meaning of gun-shy
τρομαγμένος από όπλα
Other Greek words related to τρομαγμένος από όπλα
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- δυσπιστος
- επιφυλακτικός
- καχύποπτος
- καχύποπτος
- παρανοϊκός
- σκεπτικός
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- δείξε μου
- κυνικός
- άπιστος
- αμφίβολος
- έμπειρος
- Φρουρούμενος
- διστακτικός
- άπιστος
- μπερδεμένος
- ερώτηση
- περίεργος
- ύποπτος
- άπιστος
- αρνητικός
- παρανοϊκός
- υποψιαζόμενος
- κριτική
- περίεργος
- Μελετητική
- περίεργος
- γνώση
- περίεργος
- περίεργος
- εκλεπτυσμένος
- αβέβαιος
- μη πεπεισμένος
- αναποφάσιστος
- ακαθόριστος
- ανήσυχος
- αβέβαιος
- κοσμικός
- Έμπειρος
- βέβαιος
- σίγουρος
- Πράσινο
- άπειρος
- αφελής
- αθώος
- αφελης
- θετικός
- απλός
- σίγουρα
- άθελά του
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- αφελή
- απλοϊκός
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδαριώδης
- Ευκολόπιστος
- εξαπατημένη
- Εύπιστος
- απρόσεκτος
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- Ωμός
- εμπιστευτικός
- ανυποψίαστος
- Γοητευμένος
- Εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- Αυταπατώμενος
- εμπιστευώμενος
- ακρτικός
- αναντίρρητος
- άκακος
- απρόσεκτος
- Εύπιστος
Nearest Words of gun-shy
Definitions and Meaning of gun-shy in English
gun-shy
afraid of loud noise (such as that of a gun), afraid of loud noise (as that of a gun), being distrustful, afraid, or cautious, markedly distrustful, afraid, or cautious
FAQs About the word gun-shy
τρομαγμένος από όπλα
afraid of loud noise (such as that of a gun), afraid of loud noise (as that of a gun), being distrustful, afraid, or cautious, markedly distrustful, afraid, or
προσεκτικός,προσεκτικός,δυσπιστος,επιφυλακτικός,καχύποπτος,καχύποπτος,παρανοϊκός,σκεπτικός,επιφυλακτικός,επαγρυπνών
βέβαιος,σίγουρος,Πράσινο,άπειρος,αφελής,αθώος,αφελης,θετικός,απλός,σίγουρα
gunsel => γκάνγκστερ, gunning (for) => επιδιώκω (για), gunners => Κανονιέρηδες, gunned (for) => οπλισμένος, gunmen => ένοπλοι,