Greek Meaning of inquiring
Μελετητική
Other Greek words related to Μελετητική
- περίεργος
- κυνικός
- έμπειρος
- περίεργος
- περίεργος
- περίεργος
- αβέβαιος
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- Φρουρούμενος
- διστακτικός
- γνώση
- επιφυλακτικός
- καχύποπτος
- μπερδεμένος
- ερώτηση
- περίεργος
- Σνούπι
- εκλεπτυσμένος
- αβέβαιος
- μη πεπεισμένος
- αναποφάσιστος
- ακαθόριστος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- κοσμικός
- Έμπειρος
- κριτική
- άπιστος
- δυσπιστος
- αμφίβολος
- άπιστος
- καχύποπτος
- παρανοϊκός
- σκεπτικός
- ύποπτος
- άπιστος
- ανήσυχος
- τρομαγμένος από όπλα
- αρνητικός
- παρανοϊκός
- δείξε μου
- υποψιαζόμενος
- βέβαιος
- σίγουρος
- Ευκολόπιστος
- Πράσινο
- Εύπιστος
- αφελής
- αθώος
- αφελης
- θετικός
- απλός
- σίγουρα
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- ακρτικός
- άθελά του
- αναντίρρητος
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- αφελή
- απλοϊκός
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδαριώδης
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- άπειρος
- Ωμός
- ανυποψίαστος
- Εύπιστος
- Γοητευμένος
- εξαπατημένη
- Εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- απρόσεκτος
- Αυταπατώμενος
- άκακος
- απρόσεκτος
Nearest Words of inquiring
Definitions and Meaning of inquiring in English
inquiring (n)
a request for information
inquiring (a)
given to inquiry
inquiring (p. pr. & vb. n.)
of Inquire
inquiring (a.)
Given to inquiry; disposed to investigate causes; curious; as, an inquiring mind.
FAQs About the word inquiring
Μελετητική
a request for information, given to inquiryof Inquire, Given to inquiry; disposed to investigate causes; curious; as, an inquiring mind.
περίεργος,κυνικός,έμπειρος,περίεργος,περίεργος,περίεργος,αβέβαιος,προσεκτικός,προσεκτικός,Φρουρούμενος
βέβαιος,σίγουρος,Ευκολόπιστος,Πράσινο,Εύπιστος,αφελής,αθώος,αφελης,θετικός,απλός
inquiries => έρευνες, inquirer => ερευνητής, inquirent => περίεργος, inquired => ρώτησε, inquire => ρωτώ,