Greek Meaning of wide-eyed
με διάπλατα μάτια
Other Greek words related to με διάπλατα μάτια
- άπειρος
- αθώος
- αφελης
- απλός
- αφελή
- παιδικός
- δροσερός
- δακρυόβρεκτος
- Πράσινο
- Ανώριμος
- αφελής
- αφελής
- πρωτόγονος
- ακρτικός
- άθελά του
- Αγέλαστος
- ανυποψίαστος
- άκακος
- απρόσεκτος
- εξωκοσμικός
- Ωχ, όχι...
- ανόητος
- απλοϊκός
- Γοητευμένος
- πιστεύων
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδαριώδης
- Ευκολόπιστος
- Εξαπατημένος
- Εύπιστος
- απρόσεκτος
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- Ωμός
- ευαίσθητος
- απρόσεκτος
- εμπιστευώμενος
- εμπιστευτικός
- απροστάτευτος
- μη ρεαλιστικό
- Εύπιστος
- προσεκτικός
- προσεκτικός
- κοσμοπολίτης
- κριτική
- κυνικός
- έμπειρος
- άπιστος
- γνώση
- σκεπτικός
- εκλεπτυσμένος
- ύποπτος
- μη πεπεισμένος
- επιφυλακτικός
- επαγρυπνών
- κοσμικός
- αμφίβολος
- προσγειωμένος
- Φρουρούμενος
- πεισματάρης
- καχύποπτος
- πραγματιστής
- ρεαλιστικός
- νηφάλιος
- Έμπειρος
- επιφυλακτικός
- πρακτικός
- Έξυπνος στον δρόμο
- εξυπνάδα
- υποψιαζόμενος
Nearest Words of wide-eyed
- wide-body aircraft => Αεροπλάνο με ευρεία άτρακτο
- widebody aircraft => Ευρυχωρο αεροσκάφος
- wide-body => Ευρείας ατράκτου
- wideband => Ευρυζωνική
- wide-awake => ξύπνιος
- wide-angle lens => Ευρυγώνιος φακός
- wide-angle => ευρυγώνιος
- wide wale => φαρδύς wale
- wide screen => Ευρεία οθόνη
- wide of the mark => Μακριά από το στόχο
Definitions and Meaning of wide-eyed in English
wide-eyed (s)
exhibiting childlike simplicity and credulity
(used of eyes) fully open or extended
FAQs About the word wide-eyed
με διάπλατα μάτια
exhibiting childlike simplicity and credulity, (used of eyes) fully open or extended
άπειρος,αθώος,αφελης,απλός,αφελή,παιδικός,δροσερός,δακρυόβρεκτος,Πράσινο,Ανώριμος
προσεκτικός,προσεκτικός,κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,έμπειρος,άπιστος,γνώση,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος
wide-body aircraft => Αεροπλάνο με ευρεία άτρακτο, widebody aircraft => Ευρυχωρο αεροσκάφος, wide-body => Ευρείας ατράκτου, wideband => Ευρυζωνική, wide-awake => ξύπνιος,