Greek Meaning of wide-eyed

με διάπλατα μάτια

Other Greek words related to με διάπλατα μάτια

Definitions and Meaning of wide-eyed in English

Wordnet

wide-eyed (s)

exhibiting childlike simplicity and credulity

(used of eyes) fully open or extended

FAQs About the word wide-eyed

με διάπλατα μάτια

exhibiting childlike simplicity and credulity, (used of eyes) fully open or extended

άπειρος,αθώος,αφελης,απλός,αφελή,παιδικός,δροσερός,δακρυόβρεκτος,Πράσινο,Ανώριμος

προσεκτικός,προσεκτικός,κοσμοπολίτης,κριτική,κυνικός,έμπειρος,άπιστος,γνώση,σκεπτικός,εκλεπτυσμένος

wide-body aircraft => Αεροπλάνο με ευρεία άτρακτο, widebody aircraft => Ευρυχωρο αεροσκάφος, wide-body => Ευρείας ατράκτου, wideband => Ευρυζωνική, wide-awake => ξύπνιος,