Greek Meaning of leary
επιφυλακτικός
Other Greek words related to επιφυλακτικός
- προσεκτικός
- σκεπτικός
- επιφυλακτικός
- προσεκτικός
- περίεργος
- δυσπιστος
- αμφίβολος
- Φρουρούμενος
- διστακτικός
- παρανοϊκός
- μπερδεμένος
- ερώτηση
- ύποπτος
- αβέβαιος
- επαγρυπνών
- κριτική
- κυνικός
- άπιστος
- έμπειρος
- άπιστος
- περίεργος
- γνώση
- καχύποπτος
- περίεργος
- περίεργος
- περίεργος
- άπιστος
- αβέβαιος
- μη πεπεισμένος
- αναποφάσιστος
- ανήσυχος
- κοσμικός
- Έμπειρος
- τρομαγμένος από όπλα
- αρνητικός
- παρανοϊκός
- δείξε μου
- υποψιαζόμενος
- βέβαιος
- σίγουρος
- Πράσινο
- άπειρος
- αφελής
- αθώος
- αφελης
- θετικός
- απλός
- σίγουρα
- άθελά του
- Αγέλαστος
- εξωκοσμικός
- με διάπλατα μάτια
- αφελή
- απλοϊκός
- άπειρος
- απρόσεκτος
- παιδαριώδης
- εξαπατημένη
- Εύπιστος
- ιδεαλιστής
- Ανέφικτο
- Ωμός
- εμπιστευτικός
- ακρτικός
- ανυποψίαστος
- Γοητευμένος
- Ευκολόπιστος
- Εξαπατημένος
- εξαπατημένος
- απρόσεκτος
- Αυταπατώμενος
- εμπιστευώμενος
- αναντίρρητος
- άκακος
- απρόσεκτος
Nearest Words of leary
- learnt => μαθημένος
- learning disorder => μαθησιακή δυσκολία
- learning disability => Δυσκολία μάθησης
- learning curve => Καμπύλη μάθησης
- learning ability => Ικανότητα μάθησης
- learning => μάθηση
- learner's permit => άδεια μαθητή οδηγού
- learner's dictionary => Λεξικό για μαθητές
- learner => μαθητής
- learnedness => εrudition
Definitions and Meaning of leary in English
leary (n)
United States psychologist who experimented with psychoactive drugs (including LSD) and became a well-known advocate of their use (1920-1996)
FAQs About the word leary
επιφυλακτικός
United States psychologist who experimented with psychoactive drugs (including LSD) and became a well-known advocate of their use (1920-1996)
προσεκτικός,σκεπτικός,επιφυλακτικός,προσεκτικός,περίεργος,δυσπιστος,αμφίβολος,Φρουρούμενος,διστακτικός,παρανοϊκός
βέβαιος,σίγουρος,Πράσινο,άπειρος,αφελής,αθώος,αφελης,θετικός,απλός,σίγουρα
learnt => μαθημένος, learning disorder => μαθησιακή δυσκολία, learning disability => Δυσκολία μάθησης, learning curve => Καμπύλη μάθησης, learning ability => Ικανότητα μάθησης,