Greek Meaning of gumshoes
γαλότσες
Other Greek words related to γαλότσες
Nearest Words of gumshoes
Definitions and Meaning of gumshoes in English
gumshoes
detective, to engage in detective work
FAQs About the word gumshoes
γαλότσες
detective, to engage in detective work
ντετέκτιβ,ερευνητές,Εργαζόμενοι,ιδιωτικοί ντετέκτιβ,Ιδιωτικός ντετέκτιβ,ιδιωτικοί ερευνητές,ντετέκτιβ,,μάρτυρες,Οι ντεντέκτιβ
No antonyms found.
gums => ούλα, gumming (up) => Κολλώδες, gummed (up) => κολλημένος, gumbos => γκόμπο, gum (up) => Κολλήσει,