FAQs About the word gumshoes

γαλότσες

detective, to engage in detective work

ντετέκτιβ,ερευνητές,Εργαζόμενοι,ιδιωτικοί ντετέκτιβ,Ιδιωτικός ντετέκτιβ,ιδιωτικοί ερευνητές,ντετέκτιβ,,μάρτυρες,Οι ντεντέκτιβ

No antonyms found.

gums => ούλα, gumming (up) => Κολλώδες, gummed (up) => κολλημένος, gumbos => γκόμπο, gum (up) => Κολλήσει,