FAQs About the word gunners

Κανονιέρηδες

one who hunts with a gun, one who operates or aims a gun, a warrant officer who supervises ordnance and ordnance stores, a soldier or airman who operates or aim

Τοξότες,κυνηγοί,αθλητές,Παρατηρητές πτηνών,γερακάρηδες,πωλητές δρόμου,κυνηγοί,κυνηγοί,αθλήτριες,Κυνηγοί ζώων με παγίδες

μη κυνηγοί

gunned (for) => οπλισμένος, gunmen => ένοπλοι, gunky => κολλώδης, gundog => κυνηγόσκυλο, gumshoes => γαλότσες,