Greek Meaning of distrustfully

δύσπιστα

Other Greek words related to δύσπιστα

Definitions and Meaning of distrustfully in English

Wordnet

distrustfully (r)

with distrust

FAQs About the word distrustfully

δύσπιστα

with distrust

ύποπτα,επιφυλακτικά,ανήσυχα,με αμφιβολία,ειρωνικά,κριτικά,αμφιβόλως,με αμφιβολία,με αμφιβολία,Διστακτικά

επιδοκιμαστικά,με αυτοπεποίθηση,θετικά,θετικά,με εμπιστοσύνη,με εμπιστοσύνη,ακρίτως,ανιδιοτελές,αισιόδοξα,αναμφισβήτητα

distrustful => δυσπιστος, distruster => καχύποπτος, distrusted => Αναξιόπιστος, distrust => δυσπιστία, distrouble => Δεν υπάρχει πρόβλημα,