Greek Meaning of with a grain of salt

με επάρκεια αλατιού

Other Greek words related to με επάρκεια αλατιού

Definitions and Meaning of with a grain of salt in English

with a grain of salt

a skeptical attitude

FAQs About the word with a grain of salt

με επάρκεια αλατιού

a skeptical attitude

Πλαγίως,ύποπτα,ανήσυχα,με αμφιβολία,κριτικά,δύσπιστα,αμφιβόλως,με αμφιβολία,απίστευτα,με δυσπιστία

θετικά,θετικά,με εμπιστοσύνη,επιδοκιμαστικά,με αυτοπεποίθηση,με εμπιστοσύνη,ακρίτως,ανιδιοτελές,αισιόδοξα,αναμφισβήτητα

witches => Μάγισσες, witchcrafts => μαγεία, witch doctors => μάγοι, wit(s) => μυαλό, wispish => ισχνός,