Greek Meaning of uneasily

ανήσυχα

Other Greek words related to ανήσυχα

Definitions and Meaning of uneasily in English

Wordnet

uneasily (r)

with anxiety or apprehension

FAQs About the word uneasily

ανήσυχα

with anxiety or apprehension

ανήσυχα,με φόβο,κριτικά,με επίπληξη,άβολα,επιφυλακτικά,κυνικά,ειρωνικά,αποδοκιμαστικά,υποτιμητικά

επιδοκιμαστικά,με αυτοπεποίθηση,θετικά,θετικά,με εμπιστοσύνη,με εμπιστοσύνη,ακρίτως,ανιδιοτελές,αισιόδοξα,αναμφισβήτητα

unease => ανησυχία, unearthly => Παράξενος, unearthing => εκσκαφή, unearthed => εκσκαμμένο, unearned run => Ανεπιτυχής προσπάθεια,