Greek Meaning of uncomfortably
άβολα
Other Greek words related to άβολα
- ανήσυχα
- με φόβο
- κριτικά
- ανήσυχα
- κυνικά
- ειρωνικά
- αποδοκιμαστικά
- υποτιμητικά
- επιφυλακτικά
- Διστακτικά
- αρνητικά
- με επίπληξη
- επιτιμητικά
- ύποπτα
- δυσμενώς
- επιφυλακτικά
- με αμφιβολία
- ειρωνικά
- πεισματικά
- φειδωλά
- δύσπιστα
- αμφιβόλως
- με αμφιβολία
- διστακτικά
- απίστευτα
- ερωτηματικά
- με απορία
- με ύφος επίπληξης
- Πλαγίως
- σκεπτικά
- απίστευτα
Nearest Words of uncomfortably
- uncommercial => μη εμπορικός
- uncommercialised => μη εμπορευματοποιημένος
- uncommercialized => Μη εμπορικό
- uncommitted => αδέσμευτος
- uncommon => ασυνήθιστος
- uncommonly => σπάνια
- uncommonness => ασυνήθιστο
- uncommunicative => άκοινωνήτος
- uncommunicativeness => έλλειψη επικοινωνιακών δεξιοτήτων
- uncompahgre peak => Κορυφή Uncompahgre
Definitions and Meaning of uncomfortably in English
uncomfortably (r)
in physical discomfort
FAQs About the word uncomfortably
άβολα
in physical discomfort
ανήσυχα,με φόβο,κριτικά,ανήσυχα,κυνικά,ειρωνικά,αποδοκιμαστικά,υποτιμητικά,επιφυλακτικά,Διστακτικά
επιδοκιμαστικά,με αυτοπεποίθηση,θετικά,θετικά,με εμπιστοσύνη,με εμπιστοσύνη,ακρίτως,αισιόδοξα,αναμφισβήτητα
uncomfortableness => δυσφορία, uncomfortable => άβολος, uncomely => άσχημος, un-come-at-able => απροσπέλαστος, uncomeatable => μη βρώσιμο,