Greek Meaning of uncombined
ασύνδετος
Other Greek words related to ασύνδετος
- Νοθευμένο
- κράμα
- συνδυασμένος
- Μολυσμένος
- αραιωμένο
- Ακάθαρτος
- μικτός
- μολυσμένος
- ενωμένος
- μικτός
- σύνθετος
- ενωμένες
- κατεστραμμένο
- κατευνασμένος
- λειωμένος
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- αναμεμιγμένα
- λερωμένος
- κακομαθημένος
- μολυσμένος
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- αδιευκρίνιστος
- Befouled = Βεβηλωμένος
- λερωμένος
- συσπειρώθηκε
- βεβηλωμένος
- βρώμικος
- ενωμένος
- Μολυσμένο
Nearest Words of uncombined
Definitions and Meaning of uncombined in English
uncombined (a)
not joined or united into one
FAQs About the word uncombined
ασύνδετος
not joined or united into one
απόλυτος,απλός,καθαρός,εκλεπτυσμένος,ατόφιος,απαύστως,αμόλυντος,αδιάλυτος,ανάμικτος,Αμόλυντος
Νοθευμένο,κράμα,συνδυασμένος,Μολυσμένος,αραιωμένο,Ακάθαρτος,μικτός,μολυσμένος,ενωμένος,μικτός
uncombine => αποσυνδυάζω, uncombed => αχτένιστο, uncombable => αχτένιστος, uncolumned => χωρίς στήλες, uncolt => Άντρας που συμπεριφέρεται σαν παιδί,